- επωλένιος
- ἐπωλένιος, -ον (Α) [ωλένη]1. αυτός που φέρεται, κρατιέται στην αγκαλιά κάποιου («ἐπωλένιον φορέουσα Πηλεΐδην Ἀχιλλῆα», Απολλ. Ρόδ.)2. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἐπωλένιον κιθαρίζειν» — κρατώντας την κιθάρα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπωλένιον — ἐπωλένιος upon the arm masc/fem acc sg ἐπωλένιος upon the arm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)